- ὁλκαδικόν
- ὁλκαδικόςlike a ship of burdenmasc acc sgὁλκαδικόςlike a ship of burdenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολκαδικός — ὁλκαδικός, ή, όν (Α) [ολκάς] 1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα 2. φρ. «πλοῑον ὁλκαδικόν» η ολκάς* … Dictionary of Greek